Από τα μέσα Μαρτίου του 1821 ήταν φανερό ακόμα και στους Τούρκους ότι η ώρα του μεγάλου ξεσηκωμού των Ελλήνων είχε φθάσει.

Στις 23 Μαρτίου ο Μητροπολίτης Παλαιών Πατρών Γερμανός όρκισε τους Επαναστάτες στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου της Πάτρας, σε μια σημαία που είχε φέρει ο Ανδρέας Λόντος.

Την ίδια μέρα ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης απελευθέρωναν την Καλαμάτα. Έπειτα από λίγες μέρες ξέσπασε η Επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα, στα Σάλωνα, στη Λιβαδιά και στην Αθήνα. Τους επόμενους μήνες η επαναστατική φλόγα απλώθηκε στην Κρήτη, στα νησιά του Αιγαίου, στη Θεσσαλία, στην Ήπειρο και τη Μακεδονία.

Στη γέφυρα της Αλαμάνας ο Αθανάσιος Διάκος προσπάθησε να εμποδίσει (23 Απριλίου 1821) τα στρατεύματα του Κιοσέ Μεχμέτ Πασά και του Ομέρ Βρυώνη που κατευθύνονταν προς την Πελοπόννησο χωρίς αποτέλεσμα. Ο μαρτυρικός του θάνατος ενίσχυσε το αγωνιστικό φρόνημα των επαναστατών της Ρούμελης.

Το ένα μετά το άλλο τα νησιά του Αρχιπελάγους άρχισαν να υψώνουν τη σημαία της Επανάστασης. Πρωταγωνιστικό ρόλο διαδραμάτισαν η Ύδρα, οι Σπέτσες και τα Ψαρά, νησιά που διέθεταν εμπειροπόλεμο στόλο.

Ακολούθησαν οι Κυκλάδες, η Κάλυμνος, η Πάτμος κ.α. μικρότερα νησιά. Στην Κρήτη, παρά την ισχυρή παρουσία του ντόπιου μουσουλμανικού στοιχείου οι Σφακιανοί τόλμησαν να εξεγερθούν.

Στις 8 Μαΐου 1823 ο Λυκούργος Λογοθέτης κήρυξε την Επανάσταση στη Σάμο, ενώ στην Κύπρο οι Τούρκοι έστειλαν ισχυρές δυνάμεις για να αποτρέψουν οποιαδήποτε ενέργεια.

Στις 27 Μαΐου 1821 ο Ψαριανός Δημήτρης Παπανικολής κατέκαψε στο λιμάνι της Εφέσου της Λέσβου του τουρκικό δικροτο (74) πυροβόλων.




«Τα ηφαίστεια», του Ανδρέα Κάλβου

Χλωρά, μοσχοβολούντα

νησία του Αιγαίου πελάγους,

ευτυχισμένα χώματα

όπου η χαρά κι η ειρήνη

πάντα εκατοίκουν.

 

Τι τα θαυμάσια εγίνηκαν

κοράσια σας οπ' είχαν

ψυχήν σαν φλόγα, χείλη

σαν δροσισμένα ρόδα,

λαιμόν σαν γάλα;



Στα πλούσια περιβόλια σας

βασιλικός και κρίνοι

ματαίως ανθίζουν· έρημα,

ούτ' ένα χέρι ευρίσκεται

να τα ποτίζη.

 

Έξω από την θαλάσσιον

πυρκαϊάν νικήτριαι

ιδού πάλιν εκβαίνουν

σωσμέναι οι δύο κατάμαυροι

θαυμάσιαι πρώραι.

 

ιθ'

Τα ρόδα της Ελλάδος

εις τ' αίμα της βαμμένα

θέλει φανούν τερπνότατον

δώρον των γυναικών μας,

κι έργον ηρώων».

 

Πετάουν, απομακρύνονται·

στο διάστημα του αέρος

χωσμέναι γίνονται άφαντοι·

διαβαίνουσαι επαιάνιζον,

κι ήκουεν ο κόσμος.

λθ'

Κανάρη! — και τα σπήλαια

της γης εβόουν: Κανάρη.—

Και των αιώνων τα όργανα

ίσως θέλει αντηχήσουν

πάντα: Κανάρη!


Του Διάκου

(24 Απριλίου 1821)

Τρία πουλάκια κάθουνταν ψηλά στη Χαλκουμάτα,
το να τηράει τη Λιβαδιά και τ’ άλλο το Ζιτούνι,
το τρίτο το καλύτερο μοιριολογάει και λέει:
«Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα.
Μην ο Καλύβας έρχεται, μην ο Λεβεντογιάννης;
– Νούδ’ ο Καλύβας έρχεται, νούδ’ ο Λεβεντογιάννης,
Ομέρ Βρυόνης πλάκωσε με δεκοχτώ χιλιάδες».


Ο Διάκος σαν τ’ αγροίκησε, πολύ του κακοφάνη.
Ψιλή φωνή νεσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει:
«Τον ταϊφά μου σύναξε, μάσε τα παλληκάρια,
δώσ’ τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις χούφτες,
γλήγορα και να πιάσουμε κάτω στην Αλαμάνα,
που ναι ταμπούρια δυνατά κι’ όμορφα μετερίζια».

Παίρνουνε τ’ αλαφρά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια,
στην Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια.
«Καρδιά, παιδιά μου, φώναξε, παιδιά, μη φοβηθητε,
σταθήτε αντρεία σαν Έλληνες και σα Γραικοί σταθήτε».


Ψιλή βροχούλα νέπιασε κ’ ένα κομμάτι αντάρα,
τρία γιουρούσια νέκαμαν τα τρία αράδα αράδα.
Έμεινε ο Διάκος στη φωτιά με δεκοχτώ λεβέντες.
Τρεις ώρες επολέμαε με δεκοχτώ χιλιάδες.
Βουλώσαν τα κουμπούρια του κι’ ανάψαν τα τουφέκια,
κι’ ο Διάκος εξεσπάθωσε και στη φωτιά χουμάει,
’ξήντα ταμπούρια χάλασε κ’ εφτά μπουλουκμπασίδες.
Και το σπαθί του κόπηκε ανάμεσα απ’ τη χούφτα
και ζωντανό τον έπιασαν και στον πασά τον πάνουν,
χίλιοι τον παν από μπροστά και χίλιοι από κατόπι.


Κι’ ο Ομέρ Βρυόνης μυστικά στο δρόμο τον ερώτα:
«Γίνεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου ν’ άλλαξης,
να προσκυνήσης στο τζαμί, την εκκλησιά ν’ αφήσης;»
Κ’ εκείνος τ’ αποκρίθηκε και στρίφτει το μουστάκι:
«Πάτε και σεις κ’ η πίστη σας, μουρτάτες, να χαθήτε!
Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε ν’ αποθάνω.
Α θέλετε χίλια φλωριά και χίλιους μαχμουτιέδες,
μόνον εφτά μερών ζωή θέλω να μου χαρίστε,
όσο να φτάση ο Οδυσσεύς και ό Θανάσης Βάγιας».
Σαν τ’ άκουσε ο Χαλίλ μπεης αφρίζει και φωνάζει:
«Χίλια πουγγιά σας δίνω γω κι’ ακόμα πεντακόσια,
το Διάκο να χαλάσετε, το φοβερό τον κλέφτη,
γιατί θα σβήση την Τουρκιά κι’ όλο μας το ντοβλέτι».

Το Διάκο τότε παίρνουνε και στο σουβλί τον βάζουν,
ολόρτο τον εστήσανε κι’ αυτός χαμογελούσε,
την πίστη τους τούς ύβριζε, τους έλεγε μουρτάτες.
«Σκυλιά κι’ α με σουβλίσετε, ένας Γραικός εχάθη.
Ας είν’ ο Όδυσσεύς καλά κι’ ο καπετάν Νικήτας,
που θα σας σβήσουν την Τουρκιά κι’ όλο σας το ντοβλέτι".

[πηγή: Ν.Γ. Πολίτης, Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού, Βαγιονάκη, Αθήνα 1969, σ. 22-24]



Οι αντιδράσεις των Τούρκων- Οι διωγμοί

Ο σουλτάνος από την αρχή της Επανάστασης κινήθηκε εναντίον του ελληνικού στοιχείου της Κων/πολης. Έπειτα από τη διαβεβαίωση του Ρώσου πρεσβευτή Στρογγανόφ ότι ο τσάρος αποδοκίμαζε τη στασιαστική κίνηση και σε συνδυασμό με τη στάση ανοχής που έδειξαν οι εκπρόσωποι των άλλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, αποθρασύνθηκε. Μόνο ο αφορισμός των επαναστατών από τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε’ έσωσε το ελληνικό στοιχείο της Πόλης από τον αφανισμό. Εντούτοις δεκάδες σπουδαίοι εκπρόσωποι του Γένους κρεμάστηκαν ή αποκεφαλίστηκαν, μεταξύ των οποίων και ο Πατριάρχης. Τη μανία των Τούρκων δοκίμασαν οι ελληνικοί πληθυσμοί της Θεσσαλονίκης, της Ανδριανούπολης, της Σμύρνης, των κυδωνιών και της Κύπρου.

Στις 30 Μαρτίου 1822 ο τουρκικός στόλος υπό τον Καρά Αλή αποβίβασε χιλιάδες στρατού στη Χίο. Έπειτα από δύο μέρες το νησί είχε μετατραπεί σε ερείπια. Περισσότεροι από 25.000 κάτοικοι θανατώθηκαν και πάνω από 45.000 κάτοικοι αιχμαλωτίστηκαν και πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα.

Η καταστροφή αυτή γρήγορα μαθεύτηκε στην Ευρώπη και ο αποτροπιασμός της κοινής γνώμης για το φοβερό αυτό γεγονός ενίσχυσε εντυπωσιακά το κίνημα του φιλελληνισμού και ανάγκασε τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να μεταβάλουν στάση απέναντι στο ελληνικό ζήτημα. Η ανάληψη του Υπουργείου Εξωτερικών της Αγγλίας πριν το τέλος του 1822 από τον Γεώργιο Κάνινγκ σήμανε τη μεταστροφή της αγγλικής διπλωματίας απέναντι στο ελληνικό ζήτημα, που θα συμπαρέσυρε και τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης.





Ωδή έκτη «Εις Χίον» του Ανδρέα Κάλβου

α΄

Ως ότε από το στόμα

κρέμεται των θνητών

αυλός λελυπημένος

και η φωνή του με κόπον

τρέμουσα εκβαίνει·

β΄

Ως μέσα εις τα πολύδενδρα

δάση το βράδυ εισπνέει

το τεθλιμμένον φύσημα

μεσημβρινόν και φαίνεται

θρήνος ανθρώπων·

γ΄

Εις τον ηρημωμένον

αιγιαλόν της νήσου

ούτω φέρνουν τα κύματα

και το παράπονόν τους

οι Ωκεανίναι.

δ΄

Τα γαλακτώδη μέλη

των παρθένων της Χίου

πλέον εσύ δεν ραντίζεις

ω λαμπρόν του Αιγαίου

ιερόν ρεύμα.



Ο ανδριάς του αοιδίμου Γρηγορίου του Ε΄

Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως

του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη

Πώς μας θωρείς ακίνητος;… Πού τρέχει ο λογισμός σου,

τα φτερωτά σου τα όνειρα;… Γιατί στο μέτωπό σου

να μη φυτρώνουν, γέροντα, τόσες χρυσές αχτίδες,

όσες μάς δίδ’ η όψη σου παρηγοριές κι ελπίδες;…

Γιατί στα ουράνια χείλη σου να μη γλυκοχαράζει,

πατέρα, ένα χαμόγελο;… Γιατί να μη σπαράζει

μέσα στα στήθη σου η καρδιά, και πώς στο βλέφαρό σου

ούτ’ ένα δάκρυ επρόβαλε, ούτ’ έλαμψε το φως σου;…

[…]

Το μάρμαρο μένει βουβό… Και θε να μείνει ακόμα

ποιός ξέρει ώς πότ’ αμίλητο το νεκρικό του στόμα…

Κοιμάται κι ονειρεύεται… Και τότε θα ξυπνήσει,

όταν στα δάση, στα βουνά, στα πέλαγα, βροντήσει

το φοβερό μας κήρυγμα… «Χτυπάτε, πολεμάρχοι!…

Μη λησμονείτε το σχοινί, παιδιά, του Πατριάρχη!»…