Απ’ την επαύριο της Άλωσης φεγγοβολάει η γραμμή που θα οδηγήσει το Γένος στη μέρα της λύτρωσης. Με αφελή και άπλαστη ακόμα δημοτική γλώσσα, ο λόγος της χριστιανικής εγκαρτέρησης και πίστης βαλσαμώνει τον πόνο και τρέφει τις ελπίδες του υπόδουλου Ελληνισμού.

«Σώπασε κυρά Δέσποινα και μην πολυδακρύζεις, πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα’ναι»

Τον σπουδαίο αυτό θησαυρό της παράδοσής μας, ο ιστορικός που θα ήθελε να δει την πνευματική ζύμωση που επιτέλεσαν οι Ευαγγελιστές του Γένους, απ’ τον Πηγά (1535-1602), ως τον Μηνιάτη και τον Κοσμά τον Αιτωλό, πρέπει να τον έχει σαν κύρια πηγή του. Θα νιώσει έτσι μια απ’ τις βαθύτερες ρίζες του θαύματος το 1821.

Το κήρυγμά τους ήταν πάντα συνυφασμένο με την Ανάσταση του Γένους μας. Η διάσωση της ελληνικής ψυχής είναι ταυτόσημη με το φύλαγμα της άκαμπτης χριστιανικής πίστης.

Δεν μπορούν να χωριστούν αυτές οι δύο έννοιες. Η μία ερμηνεύει την άλλη, την κάνει πιο αγαπητή, αγαπητή έως «θανάτου».

Στην πολιορκία της Τριπολιτσάς ο Επίσκοπος Έλους παρακινεί τους πολεμιστές για το πάρσιμό της με τούτα τα λόγια: « Όποιος θέλει ν’αγιάσει, ας μη φοβηθεί εδώ το θάνατο. Να ο Παράδεισος μπροστά του. Αυτή είναι η μάντρα του (το τείχος της πόλης). Ας βάλει τη σκάλα και ας μπει».

Ήταν αδύνατο στην Εκκλησία να χωρίσει τη Χριστιανική από την Εθνική σωτηρία.

«Για του Χριστού την πίστη την Αγία και της Πατρίδος την Ελευθερία, γι’ αυτά τα δυο πολεμώ κι αν δεν τα’ αποκτήσω, τι μ ‘ωφελεί να ζήσω;»

Ο Κ.Ν.Σάθας υπολογίζει πάνω από χίλιους τους κληρικούς και περισσότερους από χίλιους πεντακόσιους τους λόγιους που αναφέρονται σε εκείνους τους χρόνους της σκλαβιάς. Μέσα στα σκοτεινά χρόνια της σκλαβιάς άνθισαν πολυγραφότατοι συγγραφείς όπως ο Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο Ηλίας Μηνιάτης, ο Ευγένιος Βούλγαρης, ο Νικηφόρος Θεοτόκης, ο Άνθιμος Γαζής και τόσοι άλλοι. Ο Αδαμάντιος Κοραής στην Εκκλησία απέβλεπε κυρίως για το έργο, όπου ο ίδιος είχε αφιερώσει τον εαυτό του. Στον πρόλογο της ραψωδίας Γ’ της Ιλιάδας γράφει: «Τούτο σήμερον είναι των ιερωμένων όλων κοινό χρέος. Χρέος όχι μικρότερον από την ιερουργίαν των μυστηρίων. Αν θέλωμεν να μην ονομαζόμεθα τυφλοί τυφλών οδηγοί, μηδέ να ρίπτωμεν τας μαργαρίτας έμπροσθεν των χοίρων.»

Αναρίθμητοι είναι οι μάρτυρες και οι αγωνιστές του ’21 που ξεπήδησαν από τον χώρο της Εκκλησίας. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός και ο Καλαβρύτων Προκόπιος που κήρυξαν την Επανάσταση, ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’ και ο Κορώνης Γρηγόριος, ο Διονύσιος ο Φιλόσοφος, ο άγιος Σεραφείμ, ο Ησαΐας Σαλώνων, ο Αθανάσιος Διάκος, ο Δίκαιος Παπαφλέσσας, ο Σωζοπόλεως Παίσιος είναι οι πιο επίσημες και γνωστές και οι πιο επίσημες από το Συναξάρι των μαρτύρων και πολεμάρχων της.

Ο ιστορικός της Επανάστασης Σπυρίδων Τρικούπης στην αναπόληση αυτών των «ματωμένων ράσων» τονίζει: «Δε δυνάμεθα να μη θαυμάσωμεν τον μέγα χαρακτήρα τον οποίον ο κλήρος έδειξεν. Εν τω μέσω των δεσμών και των βασάνων και έμπροσθεν της επονειδίστου αγχόνης πολλοί εξ αυτών παρορμώντο να αρνηθώσι τον Χριστόν προς διαφύλαξη της ζωής των και απόλαυσιν πολλών άλλων επιγείων αγαθών, αλλ’ όλοι μέχρις ενός επροτίμησαν βασάνους».

Το βαθύ βίωμα του χριστιανισμού που διέκρινε τον κλήρο, η φωτισμένη εθνική του συνείδηση, ο απαράμιλλος ηρωισμός του πότισαν τον μεγάλο ξεσηκωμό του Ελληνισμού.

Το 1821 δεν ανήκει μονάχα στην ιστορία του Έθνους μας, αλλά και στην ιστορία της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας μας.

 

Παπαφλέσσας
(Νίκος Μαραγκός)

Φλογάτη η σκέψη μου γυρνάει σε σένα
πολέμαρχε, πανάξιε ρασσοφόρε,
κι απ’ τη λεβέντισσα γενιά του Εικοσιένα,
πελώριε γυπαητέ, τροπαιοφόρε.

Σαν του βοριά την άγρια ανεμοζάλη
πρόλαβες με την πύρινη ρομφαία
να κρούσεις του τυράννου το κεφάλι
θανατερής οργής, βροντή μοιραία.

Κι όταν η Αραπιά μπήκε στη χώρα,
ν’ απλώσει τη φωτιά πέρα ως πέρα,
σίφουνας ξεσηκώθηκες και μπόρα
κι έπεσες με τα στήθια στο Μανιάκι,
κρατώντας την ατίμητη παντιέρα,
που δόξασαν Κανάρηδες και Διάκοι.