Μετά την άλωση της Κων/πολης μαζί με τους θρήνους, τα δίσεκτα χρόνια της σκλαβιάς δεν έπαψαν να εμφανίζονται καινούργια τραγούδια των Ακριτών σε όλες τις άκρες του Ελληνισμού και σε όλες τις ντοπιολαλιές, από τα πέρατα της Καππαδοκίας ως τα Ιόνια νησιά και από τη Μακεδονία, Ήπειρο και Θράκη ως την Κρήτη και την Κύπρο. Και αυτό βάσταξε ως την εμφάνιση των πρώτων αρματολών και κλεφτών.

Οι κλέφτες μαζί με την ανδρεία τους και τις άλλες αρετές τους κληρονόμησαν και τα υπέροχα τραγούδια τους, τα κλέφτικα. Στα τραγούδια αυτά περιγράφονται τα κατορθώματα των σκλαβωμένων Ελλήνων που δεν άντεχαν τη σκλαβιά και την ταπείνωση από τον κατακτητή. Πάνω από τα απόρθητα βουνά της πατρίδας μας κήρυξαν έναν ατέλειωτο και εξαντλητικό κλεφτοπόλεμο που οδήγησε μοιραία στην Επανάσταση του Εικοσιένα.

Γι’ αυτό, όποιος θέλει να νιώσει το θαύμα του ’21, μαζί με την ιστορία θα πρέπει να μελετάει και τα κλέφτικα τραγούδια.

Πολλά τραγούδια μας αφηγούνται τις τραγικές περιπέτειες των κλεφτών στα φονικά χτυπήματα με τους Τούρκους και τους Αρβανίτες, τις φοβερές λαβωματιές τους και την εγκατάλειψή τους στις ερημιές.

Οι κλέφτες ετοίμασαν το Εικοσιένα. Αυτοί χάρισαν τους καπεταναίους του. Απ’ αυτούς βγήκαν οι Κολοκοτρωναίοι, οι Μποτσαρέοι, οι Τζαβελέοι, οι Καραϊσκάκηδες και οι Αθανάσιοι Διάκοι.

Στο μεγαλύτερο μέρος του Ελληνικού λαού, που είχε μείνει αναλφάβητο, τα κλέφτικα τραγούδια έπεσαν σαν απροσδόκητο φως που φώτισε την εθνική τους συνείδηση.

 

Του Βασίλη

«Βασίλη, κάτσε φρόνιμα, να γένεις νοικοκύρης,

για ν' αποχτήσεις πρόβατα, ζευγάρια κι αγελάδες,

χωριά κι αμπελοχώραφα, κοπέλια* να δουλεύουν.

- Μάνα μου εγώ δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης,

να κάμω αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν,

και να 'μαι σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι στους γερόντους.*

Φέρε μου τ' αλαφρό σπαθί και το βαρύ τουφέκι,

να πεταχτώ σαν το πουλί ψηλά στα κορφοβούνια,

να πάρω δίπλα τα βουνά, να περπατήσω λόγγους,*

να βρω λημέρια* των κλεφτών, γιατάκια* καπετάνων•

και να σουρίξω* κλέφτικα, να σμίξω τους συντρόφους,

που πολεμούν με την Τουρκιά και με τους Αρβανίτες».

Πουρνό* φιλεί τη μάνα του, πουρνό ξεπροβοδιέται.

«Γεια σας βουνά με τους γκρεμνούς, λαγκάδια με τις πάχνες!

- Καλώς το τ' άξιο το παιδί και τ' άξιο παλικάρι».

Ν.Γ. Πολίτη, Δημοτικά τραγούδια, Γράμματα

Τα κλέφτικα τραγούδια, νομίζει κανείς πως είναι χείμαρροι αφρισμένοι, που ρέουν όχι από ανθρώπινα χείλη, αλλά από τους βράχους της Οίτης και του Ολύμπου.

Η γλώσσα τους, κατά τον BARTHOLDY, είναι έμπλεη από ορμή για την απόσειση του ξενικού ζυγού κι αδιάλλακτο μίσος για τους άπιστους δυνάστες του.

Τα κλέφτικα τραγούδια στάθηκαν το ξεκίνημα της νεοελληνικής ποίησής μας.

Σ’ αυτά επάνω ο Διονύσιος Σολωμός θεμελιώνει το πιο άδολο ποιητικό του έργο. Μαγικός αντίλαλος των δημοτικών τραγουδιών είναι ο «Κρητικός» και οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» του.

 

Ελεύθεροι Πολιορκημένοι - ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Β'

 

Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·

Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.

Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει

Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:

«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ' έχω γω στο χέρι;

Οπού συ μου 'γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει».

[…]

Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε,

Κι όσ' άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ' άρματα σε κλειούνε.

Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει,

Και μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,

Κι ολόλευκο εσύσμιξε με τ' ουρανού τα κάλλη.

Και μες στης λίμνης τα νερά, όπ' έφθασε μ' ασπούδα,

Έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,

Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο·

Το σκουληκάκι βρίσκεται σ' ώρα γλυκιά κι εκείνο.

Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη,

Η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι·

Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει·

Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.

Τρέμ' η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της.

 

 

Ό,τι ελέχθη ανωτέρω για τον Διονύσιο Σολωμό, το ίδιο ισχύει και για τον σύγχρονο και συμπατριώτη του (από τη Ζάκυνθο) Ανδρέα Κάλβο. Και οι δύο εθνικοί ποιητές μας του 19ου αιώνα πρόβαλαν και τίμησαν το μεγάλο γεγονός της φυλής μας, την Ελληνική Επανάσταση.

Έχουμε ήδη καταχωρήσει αρκετά από τα ποιήματά τους στην παρούσα εργασία, που σχετίζονται με τους αγώνες και τις θυσίες του Έθνους μας για την ελευθερία.

Τα ποιήματα των δύο ποιητών μας δεν αναφέρονται μόνο στους αγώνες του Έθνους για την ελευθερία.

Δ.Σολωμός Α. Κάλβος

Το θέμα της ενότητας και της ομόνοιας του Έθνους συχνά εμφανίζεται στους 2 ποιητές.

Ο Διονύσιος Σολωμός στο ποίημα του «Ύμνος στην Ελευθερία» μας λέει:

«Παλικάρια μου! οι πολέμοι

για σας όλοι είναι χαρά,

και το γόνα σας δεν τρέμει

στους κινδύνους εμπροστά.

 

Απ’ εσάς απομακραίνει

κάθε δύναμη εχθρική·

αλλά ανίκητη μια μένει

που τες δάφνες σάς μαδεί·

 

»Μία, που όταν ωσάν λύκοι

ξαναρχόστενε ζεστοί,

κουρασμένοι από τη νίκη,

αχ! τον νουν σάς τυραννεί.

 

Η Διχόνοια που βαστάει

ένα σκήπτρο η δολερή·

καθενός χαμογελάει,

πάρ’ το, λέγοντας, και συ.

 

 

Κειο το σκήπτρο που σας δείχνει

έχει αλήθεια ωραία θωριά·

μην το πιάστε, γιατί ρίχνει

εισέ δάκρυα θλιβερά.

 

»Από στόμα οπού φθονάει,

παλικάρια, ας μην ’πωθεί,

πως το χέρι σας κτυπάει

του αδελφού την κεφαλή.

 

Μην ειπούν στο στοχασμό τους

τα ξένα έθνη αληθινά:

Εάν μισούνται ανάμεσό τους

δεν τους πρέπει ελευθεριά.»

 

Και ο Ανδρέας Κάλβος στο ποίημα του «Το φάσμα» θα πει για τη διχόνοια:

«Μεγάλη, τρομερή,

με τα πτερά απλωμένα,

καθώς αετός ακίνητος,

κρέμεται στον αέρα

ψηλά η Διχόνοια.

 

«Εγώ,» φωνάζει, «εγώ

από τον κόσμον έσβησα

ένα λαόν· και ταύτην

την γην εξολοθρεύσασα

τώρα εορτάζω.»

 

Ούτως ειπούσα η δύσφημος,

χύνει, από δύο ποτήρια

αίμα και πορφυρίζονται

πάντες οι ουράνιοι κάμποι,

η γη και οι νήσοι.

 

Ελύθη, ελύθη ως όνειρον

το φάσμα. Καθαρότατος

ο αέρας καταβαίνει

και δροσίζει τα χείλη μου

και την ψυχήν μου.

 

Ω Ελλάς! —ω πατρίς μου!

ελπίδων γλυκυτάτων

μήτηρ! σε βλέπω ακόμα

ζώσαν και μαχομένην,

και αναλαμβάνω.

 

Φύγε, φύγε τον κίνδυνον,

διά τον σταυρόν που πλύνεις

με τ’ αίμα σου· διά τ’ όνομα

της ιεράς των τέκνων σου

ελευθερίας.

 

Έως σήμερον σε ωφέλησαν

του νοός η θεόπνευστος

φλόγα, και τα μεγάλα,

ανέλπιστα, αναρίθμητα

έργα, και η δύναμις.

 

Αλλ’ έφθασεν η ημέρα

κινδύνου· η δοξασμένη

δάφνη της κεφαλής σου

τρέμει· κι ο εχθρός προσέχει

να την αρπάξει.

Μάθε ότι εις τους χορούς

των πολέμων, ως έσωσεν

η ανδρεία τον στρατιώτην,

ούτω εις αυτούς η ομόνοια

σώνει τα έθνη.»

 

Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης υψώνει το ποιητικό του έργο, συμπεριλαμβάνοντας τους ήρωες των Σουλιώτικων αγώνων με τον Αλή Πασά και του ξεσηκωμού της Ελληνικής Επανάστασης.

Α. Βαλωρίτης

Αρκετοί όμως είναι και άλλοι Έλληνες ποιητές όπως ο Ιούλιος Τυπάλδος, ο Γεράσιμος Μαρκοράς, ο Γεώργιος Ζαλοκώστας, οι αδελφοί Παράσχου, ο Ραγκαβής και αργότερα ο Κωστής Παλαμάς, ο Κώστας Καρυωτάκης, ο Άγγελος Σικελιανός και ο Νίκος Εγγονόπουλος που στρέφονται ποικιλότροπα στο μεγάλο ιστορικό γεγονός της Ελληνικής Επανάστασης.

Από τα θέματα της κλέφτικης ζωής και τα γεγονότα του 1821 δε μένουν ανεπηρέαστοι πολλοί Ευρωπαίοι ποιητές. Ρομαντικοί λογοτέχνες της Γαλλίας ένωσαν τις φωνές τους και συσπείρωσαν ένα μεγάλο μέρος του Γαλλικού λαού για τον δίκαιο αγώνα των Ελλήνων.

Β.Ουγκώ

Λαμαρτίνος

 

Ο Βίκτωρ Ουγκώ γράφει την ποιητική του συλλογή ΑΝΑΤΟΛΙΤΙΚΑ (1829) που στο επίκεντρό της εκθέτει ιστορικά γεγονότα όπως η ναυμαχία του Ναυαρίνου, η πολιορκία του Μεσολογγίου και η σφαγή της Χίου.

 

Το ελληνόπουλο (Β.Ουγκώ)

Τούρκοι διαβήκαν. Χαλασμός, θάνατος πέρα ως πέρα.

Η Χίο, τα’ όμορφο νησί, μαύρη απομένει ξέρα,

με τα κρασιά, με τα δεντρά

τ’ αρχοντονήσι, που βουνά και σπίτια και λαγκάδια

και στο χορό τις λυγερές καμιά φορά τα βράδια

καθρέφτιζε μεσ’ τα νερά.

 

Ερμιά παντού. Μα κοίταξε κι απάνου εκεί στο βράχο,

στου κάστρου τα χαλάσματα κάποιο παιδί μονάχο

κάθεται, σκύβει θλιβερά

το κεφαλάκι στήριγμα και σκέπη του απομένει

μόνο μιαν άσπρη αγράμπελη σαν αυτό ξεχασμένη

μεσ’ την αφάνταστη φθορά.

Φτωχό παιδί, που κάθεσαι ξυπόλυτο στις ράχες

για να μην κλαις λυπητερά, τ’ ήθελες τάχα να ‘χες

για να τα ιδώ τα θαλασσά

ματάκια σου ν’ αστράψουνε, να ξαστερώσουν πάλι

και να σηκώσεις χαρωπά σαν πρώτα το κεφάλι

με τα μαλλάκια τα χρυσά; […]

 

Ο Vigny, ως γνώστης της ελληνικής γλώσσας συνθέτει το ποίημα του με τίτλο «Ελένη» όπου αποτυπώνει το δράμα του υπόδουλου Έθνους.

Στο ίδιο κλίμα κινείται και ο Λαμαρτίνος με τα ποιήματά του «Τελευταίο άσμα» και «Επίκληση για τους Έλληνες». Στο πρώτο ποίημα τονίζεται η μορφή και η επίδραση του Λόρδου Βύρωνα και ο θάνατος του στο Μεσολόγγι και η επίδραση που άσκησε υπέρ του ελληνικού αγώνα στην Ευρώπη.

Κ. Παλαμάς

Ο δωδεκάλογος του γύφτου (Κ.Παλαμάς- απόσπασμα από τον Προφητικό)

Όσο να σε λυπηθεί

της αγάπης ο Θεός,

και να ξημερώσει μιαν αυγή,

και να σε καλέσει ο λυτρωμός,

ω Ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα!

Και θ' ακούσεις τη φωνή του λυτρωτή,

 

θα γδυθείς της αμαρτίας το ντύμα,

και ξανά κυβερνημένη κι αλαφρή,

θα σαλέψεις σαν τη χλόη, σαν το πουλί,

σαν τον κόρφο το γυναικείο, σαν το κύμα,

και μην έχοντας πιο κάτου άλλο σκαλί

 

να κατρακυλήσεις πιο βαθιά

στου Κακού τη σκάλα, -

για τ' ανέβασμα ξανά που σε καλεί

θα αιστανθείς να σου φυτρώσουν, ω χαρά!

τα φτερά,

τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα!